- ποτιδέρκομαι
- ποτῐδέρκομαι, [dialect] Ep. and [dialect] Dor. for προσδ-, Il.16.10, Od.17.518, Theoc.1.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτιδέρκομαι — Α (επικ. και δωρ. τ.) προσδέρκομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, *τ. ισοδύναμος τού πρός + δέρκομαι «βλέπω»] … Dictionary of Greek